- γλυκυμάχανος
- γλυκυμάχανος1 sweet-working?
νῦν δαὖ γλυκυμάχανον[ Pae. 2.80
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
νῦν δαὖ γλυκυμάχανον[ Pae. 2.80
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
γλυκυμάχανος — γλυκυμάχανος, ον (Α) αυτός που έχει ευχάριστες επινοήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. τού γλυκυμήχανος < γλυκύς + μηχανος < μηχανή] … Dictionary of Greek
γλυκ(ο)- — και γλυκύ πρώτο συνθετικό λέξεων τής αρχαίας (γλυκύ ), μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από το επίθετο γλυκύς/ γλυκός ή το επίρρ. γλυκά, που δηλώνει ποικιλία σημασιών:1. Γλυκύτητα στη γεύση και, κατ επέκταση, σε οποιαδήποτε άλλη από τις αισθήσεις.… … Dictionary of Greek