γλυκυμάχανος

γλυκυμάχανος
γλυκυμάχανος
1 sweet-working?

νῦν δαὖ γλυκυμάχανον[ Pae. 2.80


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γλυκυμάχανος — γλυκυμάχανος, ον (Α) αυτός που έχει ευχάριστες επινοήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. τού γλυκυμήχανος < γλυκύς + μηχανος < μηχανή] …   Dictionary of Greek

  • γλυκ(ο)- — και γλυκύ πρώτο συνθετικό λέξεων τής αρχαίας (γλυκύ ), μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από το επίθετο γλυκύς/ γλυκός ή το επίρρ. γλυκά, που δηλώνει ποικιλία σημασιών:1. Γλυκύτητα στη γεύση και, κατ επέκταση, σε οποιαδήποτε άλλη από τις αισθήσεις.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”